- σκοτωμένος
- η , ο убитый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αδικο- — α συνθετικό λέξεων τόσο τής Αρχαίας όσο και τής Νεοελληνικής, που προέρχεται από το επίθετο άδικος ή και από το επίρρ. άδικα, ιδίως στη σύνθεσή του με ρήματα ή μετοχές τής Νέας Ελληνικής π.χ. αδικο γερνώ, αδικο γραμμένος, αδικο δαρμένος, αδικο… … Dictionary of Greek
αδικοσκοτωμένος — η, ο (μτχ. τού αδικοσκοτώνω) αυτός που σκοτώθηκε άδικα, ο αδικοθάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + σκοτωμένος] … Dictionary of Greek
αιματοκυλισμένος — η, ο και αιματοκύλιστος και ματο [αιματοκυλίζω] 1. κυλισμένος, βουτηγμένος στα αίματα, αιμόφυρτος 2. σκοτωμένος, δολοφονημένος 3. αυτός που βούτηξε τα χέρια του στο αίμα, που πήρε μέρος σε φόνο ή σε φονική συμπλοκή … Dictionary of Greek
δαϊκτάμενος — δαϊκτάμενος, η, ον (Α) ο σκοτωμένος στη μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαΐ, επικός τ. δοτικής τής λ. δαΐς(Ι)* «πόλεμος, μάχη» + (μτχ.) κτάμενος, τού αορ. έκτανον του ρ. κτείνω «σκοτώνω» (πρβλ. αρηϊκτάμενος)] … Dictionary of Greek
δουρίφατος — δουρίφατος, ον (Α) σκοτωμένος με δόρυ … Dictionary of Greek
ημιδάικτος — ἡμιδάϊκτος, ον (Α) μισοσκοτωμένος, μισοσφαγμένος, σκοτωμένος κατά το ήμισυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + δαϊκτός (< δαΐζω «σκοτώνω»), πρβλ. αυτο δάικτος, χειρο δάικτος] … Dictionary of Greek
θανατώνω — (AM θανατῶ, όω) [θάνατος] 1. επιφέρω σε κάποιον τον θάνατο, σκοτώνω (α. «παρά μικρόν δέν ἔλειψεν ἵνα μὲ θανατώσουν», Πρόδρ. β. «τὸν μὲν ἔφερε θανατώσων παῖδα», Ηρόδ.) 2. καταστρέφω, αφανίζω, συντρίβω 3. μέσ. θανατώνομαι και θανατούμαι, όομαι… … Dictionary of Greek
στοιχειώνω — Ν [στοιχειό] 1. κάνω κάποιον στοιχειό με τη θυσία ζωντανού όντος στα θεμέλια εγειρόμενου κτίσματος («αν δεν στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει», δημ. τραγούδι) 2. (για πρόσ. και πράγμ.) μεταβάλλομαι σε στοιχειό ή καταλαμβάνομαι από… … Dictionary of Greek
φόνευμα — εύματος, τὸ, Α [φονεύω] 1. το αποτέλεσμα τού φονεύω, ο φόνος 2. το αντικείμενο τού φονεύω, ο σκοτωμένος, το θύμα … Dictionary of Greek
χειροδάϊκτος — ον, Α σκοτωμένος από τα χέρια κάποιου («χειροδάϊκτα σφάγι αἱμοβαφῆ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + δάϊκτος (< δαϊκτός < δαΐζω «φονεύω»), πρβλ. πυργο δάϊκτος] … Dictionary of Greek
Τάσσος, Αλεβίζος Αναστάσιος — (Μεσσηνία 1914 – Αθήνα 1985). Χαράκτης. Ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της ελληνικής χαρακτικής. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και εργάστηκε κοντά σε γνωστούς ζωγράφους και γλύπτες. Για πολλά χρόνια εικονογραφούσε τα κείμενα της … Dictionary of Greek